- δολόφρων
- δολόφρωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολόφρων — ( ονος), ον (Α) δολερός … Dictionary of Greek
δολόφρον — δολόφρων masc/fem voc sg δολόφρων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόφρονα — δολόφρων neut nom/voc/acc pl δολόφρων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφρόνων — δολόφρων gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφρόνως — δολόφρων adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόφρονες — δολόφρων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόφρονι — δολόφρων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek